- κοινοπαθής
- κοινοπαθήςsympatheticmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινοπαθής — κοινοπαθής, ές (AM) αυτός που συμπάσχει, συμπονετικός. επίρρ... κοινοπαθῶς και έως (Α) (για τον Ιησού Χριστό) με τρόπο όμοιο με το κοινό πάθος, όπως πάσχουν οι άνθρωποι («κοινοπαθέως κοιμηθέντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + παθής (< πάθος, πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοινοπαθῆ — κοινοπαθής sympathetic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοινοπαθής sympathetic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοινοπαθής sympathetic masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοπαθεῖς — κοινοπαθής sympathetic masc/fem acc pl κοινοπαθής sympathetic masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοπάθεια — κοινοπάθεια, ἡ (Μ) [κοινοπαθής] το να συμπάσχει κανείς με άλλους, συμπόνια … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek